- φαινολογλυκουρονίδιο
- το, Νσυν. στον πληθ. τα φαινολογλυκουρονίδιαχημ. ένζυμα που απαντούν στο ήπαρ και καταλύουν την αντίδραση μεταφοράς τής ομάδας τού γλυκουρονικού οξέος σε φαινόλη, αλλ. ουριδινοδιφωσφογλυκουρονικές τρανσφεράσες.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenol glycuronide].
Dictionary of Greek. 2013.